- παραφύλαξ
- ὁ, ΜΑ1. αυτός που παραφυλάει, φύλακας, φρουρός2. βοηθός φύλακα3. αξιωματικός στις ασιατικές πόλεις, αρχηγός τής φρουράς που ήταν συγκροτημένη από παραφυλακίτες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραφυλάκων — παραφύλαξ watcher masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφύλακα — παραφύλαξ watcher masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφύλακας — παραφύλαξ watcher masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφύλακες — παραφύλαξ watcher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφύλαξιν — παραφύλαξ watcher masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Paraphylax — Le paraphylax (en grec byzantin παραφύλαξ), littéralement le « gardien en chef », est le titre porté par des officiers ou des fonctionnaires de rang inférieur dans l administration provinciale de l Empire byzantin. Le Klétorologion de… … Wikipédia en Français
παραφυλά(γ)ω — παραφυλάσσω και αττ. τ. παραφυλάττω, ΝΜΑ νεοελλ. ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι νεοελλ. μσν. προφυλάγω, διατηρώ κάτι με προσοχή (α. «τα παραφυλάει τα ρούχα του» β. «τὰ εἴπαμεν εἰς αλλήλους νὰ τὰ παραφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ μάθει», Λίβ.… … Dictionary of Greek
παραφυλακεία — και παραφυλακία, ἡ, Α [παραφύλαξ, ακος] η υπηρεσία τού παραφύλακος* … Dictionary of Greek
παραφυλακείον — τὸ, Α [παραφύλαξ, ακος] το οίκημα που στέγαζε την παραφυλακή* … Dictionary of Greek
παραφυλακώ — έω, Α [παραφύλαξ, ακος] έχω την ιδιότητα του παραφύλακος, τού φρουρού, εκτελώ την υπηρεσία τού παραφύλακος … Dictionary of Greek